- σφονδυλόεις
- σφονδῠλό-εις, εσσα, εν,A composed of vertebrae,
τράχηλος Man.1.319
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τράχηλος Man.1.319
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφονδυλόεις — εσσα, εν, Α αυτός που αποτελείται από σπονδύλους («σφονδυλόεντα τράχηλον», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
σφονδυλόεντα — σφονδυλόεις composed of vertebrae neut nom/voc/acc pl σφονδυλόεις composed of vertebrae masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)